Χτυπά διπλά η καμπάνα της εκκλησιάς να συγκεντρωθούμε

27 Απριλίου 2017

Του Παύλου-Σωκράτη Παυλίδη

Ηταν Μάιος 1938... λίγο πριν ξεσπάσει ο ελληνοϊταλικός πόλεμος του 1940. Δεν κουνιότανε φύλλο. Ο ήλιος έκαιγε. Εσκαγε ο Τζίτζικας με το γνωστό, δικό του κελάηδημα. Αγκαλιάζει το δέντρο όλη μέρα με το ζι-ζι. Ανήκαμε τότε στην Νεολαία του Ιωάννη Μεταξά, στην ΕΟΝ.

Εμείς, έφηβοι τότε, ήμασταν “σκαπανείς”. Οι κάπως μεγαλύτεροι ήταν “φαλαγγίτες”. Ο συγχωριανός μας Σωτήρης Αγγελακίδης είχε επιστρατευθεί και οι δουλειές του έμειναν πίσω.

Μία ομάδα σκαπανέων και φαλαγγιτών του χωριού πρόσφεραν δωρεάν την εργασία τους σε ένα χωράφι του επιστρατευμένου μας. Εκεί κοντά μας είχε μούρα (τα λέγαμε “τούτε”) και μόλις πήραν να ωριμάζουν στου Γιάννη Γιαγκόζη (Τσιρογιάννη) το δέντρο. Μαζεύαμε και τα πλέναμε στο ποτάμι με δροσερό νερό του Μπέλλες. Τί απόλαυση Θεέ μου!

Εκεί όμως που τρώγαμε τα δροσερά μούρα, ξεπροβάλλει πίσω μας το αφεντικό του δέντρου.

Του κάναμε ζημιά... στα καπνόφυτα... μας έλεγε.

Στην πιο ξένοιαστη, ανέμελη και τρελλή ηλικία, όταν τελειώναμε την φυτεία του Σωτήρη Αγγελακίδη, τσακισμένοι από την κούραση, σκαρφαλώναμε στο πεσμένο πλατάνι του Στυλιανού Ορφανίδη, του “γαράταη”. Το δέντρο, το πλατάνι δεν υπάρχει πια. Από την δουλειά και τον ιδρώτα, το σώμα μας είχε “παπουδιάσει”. Φωτογραφηθήκαμε για ανάμνηση. Εν παρατάξει, με σάλπιγγα και τύμπανα μπροστά και με τραγούδι, βαδίζουμε στο χωριό Ροδώνα.

Τραγούδι τότε:

“Γιατί χαίρεται ο κόσμος και χαμογελά πατέρα;

Γιατί λάμπει ο ήλιος έτσι, γιατί φέγγει έτσι η ημέρα;

Γιατί σαν κι αυτή, παιδί μου, την ημέρα τη χρυσή,

που τη χαίρεσαι και εσύ.

Στέρεψε το μαύρο δάκρυ, κλείσανε πολλές πληγές,

αψηλώσανε τα στάχυα κι ένα γύρω όλα τα βράχια

εγινήκαν ανθοβούνια και χρυσοπηγές, κλπ”.

 

Βοηθούσαμε οικογένειες στρατευμένων

Με τον ομαδάρχη τότε του χωριού μας Ζαχαρία Βαρυδήμο της ΕΟΝ, πηγαίναμε εμείς τα σχολειόπαιδα της Ε’ και της Στ’ τάξεως του δημοτικού σχολείου με τους φαλαγγίτες, νεολαίοι της ΕΟΝ επί Μεταξά, και βοηθούσαμε σε αγροτική δουλειά οικογένειες που οι άνδρες ήταν σε μετεκπαίδευση σε διάφορα κέντρα, όπως στις Σέρρες. Ηταν περίοδος του 1938-1939. Εκεί, στα χωράφια προς το Φουντούξιο, που είχε το κρύο νερό, σ’ ένα από τα χωράφια του Σωτήρη Αγγελακίδη, όλοι οι σκαπανείς και αρκετά απιδιά του σχολείου μαζί με το δάσκαλό μας, εργασθήκαμε.

Μετά το τέλος της εργασίας φωτογραφηθήκαμε, όσοι βρέθηκαν στον φακό, σε ένα πεσμένο μεγάλο δέντρο, πλατάνι, που ήταν του Στυλιανού Ορφανίδη, με το παρατσούκλι “γαράταης”. Σκαρφαλώσαμε, άλλοι στον κορμό, άλλοι στα κλαδιά και εγώ να κρατώ στα χέρια μου την μεγαλοπρεπή μου σάλπιγγα του σχολείου, που έπαιζα.

We use cookies to improve our website. Cookies used for the essential operation of this site have already been set. For more information visit our Cookie policy. I accept cookies from this site. Agree