- 31
- Μαρ
Του Στάθη Μακρίδη Το αφήγημα μας έρχεται από τα παλιά. Μοιάζει και λίγο με παραμύθι. Κρατάει όμως ό,τι και να’ναι μέσα του θα λέγαμε, την δροσιά της επικαιρότητας. Αναφέρεται στην “επανάσταση των μουλαριών”. Και το παραθέτουμε για να... τιμήσουμε, με την ευκαιρία, τα υπομονετικά εκείνα τετράποδα τα οποία κι εμείς ευδοκίμως υπηρετήσαμε, ως ημιονηγοί, τα πρώτα εκείνα χρόνια της δεκαετίας του ’60 στους σταύλους της Αξιούπολης. Στα μέσα του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, ένα καράβι φεύγει από το λιμάνι της Στυλίδας για τη Θεσσαλονίκη, μεταφέροντας μουλάρια του Στρατού. Τα μουλάρια πάντα ήταν ένα πολύτιμο μέσο μεταφοράς εφοδίων και στρατιωτών. Ηταν χειμώνας και το καράβι με δυσκολία διέσχιζε τα μανιασμένα κύματα. Το ταξίδι ήταν αργό, με συνέπεια τα όποια αποθέματα ζωοτροφών να καταναλωθούν πριν το καράβι φθάσει στον προορισμό του. Τα συμπαθή ζώα πεινούσαν. Και άρχισαν να διαμαρτύρονται φριμάζοντας και χλιμιντρίζοντας. Ανήσυχος ο υπεύθυνος ημιονηγός απευθύνεται στον λοχαγό του για να δώσει λύση. Κι εκείνος, μετά από σκέψη, του λέει: Ανόητε, “Βάρα Νομή”. Ο φαντάρος “Βάρεσε Νομή”. Εθισμένα τότε τα μουλάρια στο γνωστό σάλπισμα που το γνώριζαν πλέον ως ειδοποίηση ότι ήρθε η ώρα να φάνε, ησύχασαν. Σανός όμως δεν υπήρχε. Ξανά η εντολή του λοχαγού, ξανά σάλπισμα του φαντάρου, ξανά και η... οργή των μουλαριών. Το καράβι, κάτω από την πίεση των τετραπόδων, κινδύνευε να βουλιάξει. Και αναγκάσθηκε να προσαράξει κάπου εκεί κοντά στον Πλαταμώνα. Αυτά με τα μουλάρια. Εμείς βέβαια, μουλάρια δεν είμαστε. Μας θέτουν, όμως στην ίδια μοίρα όταν, δεκαπέντε τώρα μήνες, μας σαλπίζουν “Νομή” υποσχόμενοι καλύτερες μέρες. Σοφότερα όμως τα συμπαθή τετράποδα του αφηγήματός μας, επαναστάτησαν μόλις αντιλήφθηκαν τον εμπαιγμό, το σάλπισμα για... καλύτερες ώρες! Το κακό σήμερα είναι ότι αυτοί που χαράσσουν την κυβερνητική πολιτική, ξεπέρασαν τα όρια του καλώς νοούμενου λόγου και διαλόγου και μπήκαν στα χωράφια της πολιτκής αλητείας. Και μας δουλεύουν κι από πάνω. Τί άλλο μπορούμε να υποθέσουμε όταν βλέπουμε και ακούμε, για παράδειγμα, τον επί των Οικονομικών υπουργό, ειρωνικώς μειδιώντας, να μας λέει: “Τα δύσκολα πέρασαν, τα χειρότερα είνα μπροστά”. Ποιός, τέλος πάντων, νομίζετε ότι είστε κ. Αλεξιάδη; Να τώρα και ο επί των Εσωτερικών υπουργός μας. Εβλεπε, βέβαια, στα κανάλια τα χάλια της Ειδομένης και δεν πίστευε... τα μάτια του. Και πήγε να τα δει κι από κοντά. Και απελθών εδήλωσε: “Η Ειδομένη είναι Νταχάου”. Δεν μας είπε, όμως, ο κ. Κουρουμπλής ποιός ευθύνεται. Ηρθε και ο κ. Ξανθός για να λύσει με την σειρά του τα προβλήματα υγείας του Νομού μας. Είδε και το ακέφαλο Νοσοκομείο μας, είδε και τα χάλια του. Θα άκουσε, υποθέτουμε, ότι από τους ογδόντα γιατρούς που προβλέπει το οργανόγραμμα, υπηρετούν μόνο σαράντα. Και πρέπει τώρα οι σαράντα αυτοί γιατροί να καλύψουν, εργαζόμενοι νυχθημερόν, πέρα συχνά από τα όρια της ανθρώπινης αντοχής, τις ανάγκες του Ιδρύματος. Να νοιασθούν για την υγεία τους και για την δική μας υγεία! Βιαστικά μας ήρθε και ο Κυριάκος Μητσοτάκης. Και; η Ειδομένη, δυστυχώς, κατάντησε δημόσιο θέαμα. Υπουργοί και τινές άλλοι, πάνε κι έρχονται. Γίνονται συσκέψεις μπροστά στις κάμερες, κυριολεκτικά στο πόδι. Και πέραν τούτου; Ουδέν!.. Θεωρούμε περισσότερο αξιοπρεπές οι τοπικοί μας άρχοντες που, ούτως ή άλλως, ζούνε τα προβλήματα των προσφύγων και μοχθούν για την αντιμετώπισή τους, να γυρίσουν την πλάτη στους παράξενους αυτούς επισκέπτες! Με δεδομένη μάλιστα την ομόθυμη στήριξη των πολιτών, θα προχωρήσουμε. Που λέει και ο Κάλβος σε μια Ωδή του (Τα Ηφαίστια). “Ω Ελληνες, ω θείαι ψυχαί, που εις τους μεγάλους κινδύνους φανερόνετε ακάμαντον ενέργειαν και υψηλήν φύσιν!”
- 18
- Μαρ
Του Στάθη Μακρίδη
Μας ήρθε σαν αξίωμα από τα παλιά για να... πλουτίσει κι αυτό τον πολιτικό μας διάλογο, και το ακούμε σαν κάτι νέο, ακόμα και σήμερα. Είναι ένα εύρημα, ένα εξαιρετικό απόκτημα των πολιτικών για να μας καθησυχάζουν. Και το λένε μάλιστα σοβαρά λες και είναι χρησμός. “Η Δημοκρατία δεν έχει αδιέξοδα” μας λένε. Και τούτου δοθέντος να μην ανησυχούμε. Κάτι τέτοια ακούγαμε από τους πολιτικούς μας ταγούς και στη δεκαετία του ’60. Περιμέναμε εκλογές το 1967 μετά την ανατροπή της κυβέρνησης της Ενωσης Κέντρου τον Ιούλιο του 1965, για να αρθεί το αδιέξοδο που οι ίδιοι δημιούργησαν. Αλλά πρόλαβαν οι συνταγματάρχες με τη δική τους... διέξοδο. Την “νύφη” όμως και τότε δεν την πλήρωσαν οι πολιτικοί, οι υπεύθυνοι. Αυτοί οδηγήθηκαν στο Πικέρμι, στα ξενοδοχεία της περιοχής, εν αναμονή της απόλυσής τους ή της φυγάδευσής τους στο εξωτερικό. Αλλοι όμως, οι απλοί πολίτες, οδηγήθηκαν στη Γυάρο και κάποιοι άλλοι στην ταράτσα και στα υπόγεια της οδού Μπουμπουλίνας, δια τα... περαιτέρω. Μας θυμίζει συχνά ακόμη και σήμερα ο ακριβός μας φίλος Ανέστης Χαλκίδης το μαρτύριο του να εξασφαλίσει μια είσοδο από τον περιβόητο Λάμπρου για να δει τον Νίκο και την Εύη. Οι δημοκρατίες, λοιπόν, δεν έχουν αδιέξοδα. Και επειδή δεν έχουν (αν είναι έτσι), δεν χάλασε και ο κόσμος αν η χώρα οδηγείται στα βράχια!... Τέτοια παραμύθια ακούμε και σήμερα. Ολα αυτά δείχνουν ότι τίποτε δεν διδάχθηκαν οι κομματικές ηγεσίες από τα λάθη τους. Παρακολουθούν χαλαρά τις εξελίξεις σαν κακοί μαθητές φροντιστηρίων. Και εμείς ας πληρώνουμε τα δίδακτρα, τον λογαριασμό.
Ως διέξοδο στα αδιέξοδα, προφανώς εννοούν την προσφυγή στις κάλπες. Από το καλοκαίρι όμως του 1974, ζήσαμε πληθώρα εκλογικών αναμετρήσεων. Και πηγαίνουμε από το κακό στο χειρότερο. Θα μπορούσαμε ασφαλώς να υποστηρίξουμε ότι οι εκλογές θα ήταν μια-κάποια λύση, αν στη θέση των αλληλοκατηγοριών και των ύβρεων, έμπαινε ο ήπιος πολιτικός λόγος, που γονιμοποιεί τον διάλογο και θερμαίνει την δημοκρατία και τον πολιτικό μας πολιτισμό. Αλλά; Αλλά στην ίδια αυτή στιγμή που ο “Τιτανικός” πλησιάζει το παγόβουνο, ο πολιτικός διάλογος διεξάγεται σήμερα από θλιβερές φιγούρες που σκαρφαλώνουν, νυχθημερόν, στα τηλεοπτικά παράθυρα, γνωστοί πλέον, ολίγιστοι αριβίστες και δεδηλωμένοι αβδηρίτες!... Συμπεριφέρονται σαν μικρά... κακιωμένα παιδιά. Και δεν γνωρίζουν ή και ξεχνούν ότι στις κρίσιμες εκείνες στιγμές, ο Ανδρέας Παπανδρέου, μετά από συνεννόηση με τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, εκστόμισε εκείνο το “βυθίσατε το Χόρα”. Είχαν κι εκείνοι τις πολιτικές διαφορές τους. Αλλά συνομιλούσαν.
Σήμερα βυθίζεται η χώρα. Ο ανθός μας, η νεολαία μας εκπατρίζεται για μία ακόμη φορά, ο κοινωνικός μας ιστός αποσυντίθεται. Και “των οικιών ημών εμπιπραμένων αυτοί άδουν”. Και τώρα; Το έχουμε ξαναγράψει ότι η χώρα μας στερείται ηγετών υψηλού πολιτικού αναστήματος. Και είμαστε τώρα υποχρεωμένοι να συνυπάρξουμε με πολιτικούς νάνους. Εχουμε μια κυβέρνηση που μας προέκυψε απο συρραφή ακροαριστερών, ακροδεξιών, παλαιοπασόκων, αναρχικών, μηδενιστών, οπορτουνιστών και ό,τινων άλλων! Συνεχίζει να διαπραγματεύεται με τους “δανειστές” και θέτει, δεκαπέντε τώρα μήνες, “κόκκινες γραμμές”. Και το μόνο που ως τώρα πέτυχε, ήταν να ονομάσει την τρόικα θεσμούς και οι συνεδριάσεις μαζί τους να γίνονται στο Χίλτον, αντί στα Υπουργεία. Η κυβέρνηση αυτή είναι επικίνδυνη. Και πρέπει να φύγει. Και αυτό είναι ευθύνη της μείζονος, κυρίως, αντιπολίτευσης. Εφόσν, βέβαια, κι αυτή έχει κάποιο πρόγραμμα, κάποια σχέδια εξόδου από την κρίση. Παρατηρούμε όμως ότι και ο Κυριάκος Μητσοτάκης, επιμελώς αποφεύγει να ζητήσει προσφυγή στις κάλπες! Ισως γιατί φοβάται να πάρει στα χέρια του την “καυτή πατάτα”. Ισως πάλι και αυτός να πιστεύει ότι και στις δημοκρατίες υπάρχουν αδιέξοδα!... Σε κάθε, πάντως, περίπτωση, θα θέλαμε περισσότερο ξεκάθαρες τις “θέσεις” του και λιγότερο σιβυλλικές, ιδιαίτερα τώρα που οι σφυγμομετρήσεις τον φέρουν να προηγείται. Και εμείς; Εμείς κρατάμε δύο στίχους απο μια στροφή ποιητικής συλλογής (“Ηλιος ο Πρώτος”) του Νομπελίστα μας Οδυσσέα Ελύτη. Ενα ποίημα δοξαστικό που κυκλοφόρησε το 1943, μέσα στο ζοφερό κλίμα του πολέμου και της γερμανικής Κατοχής:
“Εμείς τη λέμε τη ζωή, πηγαίνουμε μπροστά
και χαιρετούμε τα πουλιά της που μισεύουνε.
Είμαστε Ελληνες. Είμαστε από καλή γενιά”.